φαρμακεμπορία

φαρμακεμπορία
η , φαρμακεμπόριο[ν] τό оптовая торговля аптекарскими товарами

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "φαρμακεμπορία" в других словарях:

  • φαρμακεμπορία — η, Ν εμπόριο φαρμάκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμακέμπορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • φαρμακεμπορία — η το φαρμακεμπόριο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαρμακεμπόριο — το, Ν [φαρμακέμπορος] φαρμακεμπορία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»